Δείγμα συμπολίτη μας φθάνει στο ινστιτούτο Παστέρ και μετά τον εργαστηριακό έλεγχο βγαίνει θετικό στον κορονοϊό. Ο ασθενής ενημερώνεται και με τη σειρά του -με ένα QR Code που λαμβάνει από το προσωπικό του εργαστηρίου- ενημερώνει την εφαρμογή ιχνηλάτησης που έχει κατεβάσει στο smartphone ότι είναι επιβεβαιωμένο κρούσμα του νέου ιού. Λίγα λεπτά αργότερα μια ομάδα χρηστών της ίδιας εφαρμογής λαμβάνουν στο κινητό τους ένα μήνυμα που τους αναφέρει ότι ένα άτομο με το οποίο είχαν μια επαφή 15 λεπτών και σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων βρέθηκε θετικό και καλούνται να παραμείνουν σε καραντίνα.
Αυτή είναι πάνω-κάτω η διαδικασία ενημέρωσης με την οποία θα λειτουργεί η εφαρμογή ιχνηλάτησης του Covid-19 όταν (και αν) λανσαριστεί και στη χώρα μας, «αντιγράφοντας» την αντίστοιχη διαδικασία που ισχύει ήδη σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία κ.α.
Οι εφαρμογές ιχνηλάτησης που λανσάρουν σταδιακά πολλά κράτη σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν την τεχνολογία Bluetooth (ή GPS σε κάποιες περιπτώσεις) μέσω της οποίας προσδιορίζεται η εγγύτητα μεταξύ δύο (ή περισσότερων) χρηστών. Σε περίπτωση που κάποιος εξ’ αυτών αποδειχτεί αργότερα ότι είναι επιβεβαιωμένο κρούσμα του κορονοϊού ενεργοποιείται η διαδικασία που περιγράψαμε παραπάνω.
Το λανσάρισμα των εφαρμογών ιχνηλάτησης (tracing apps) ξεκίνησε με αρκετές ελπίδες αλλά και εξίσου αρκετά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα τους. Ερωτηματικά που σχετίζονται τόσο με τεχνικά προβλήματα που παρουσιάζονται στη λειτουργία τους όσο και με την προθυμία των πολιτών να τις χρησιμοποιήσουν.
Ως προς την πρώτη παράμετρο, τα πρώτα δείγματα γραφής φανερώνουν ότι καμία από τις τεχνολογίες εντοπισμού που χρησιμοποιούνται (Bluetooth ή GPS) δεν είναι 100% αποτελεσματικές. Μία πρόσφατη πιλοτική δοκιμή που έγινε σε λεωφορείο στην Ιρλανδία έδειξε ότι η λειτουργία της εφαρμογής μέσω Bluetooth παρουσίασε πολλά προβλήματα, που οφείλονται στα μεταλλικά στοιχεία του οχήματος. Αντίστοιχοι περιορισμοί δείχνουν να υπάρχουν και στον ακριβή προσδιορισμό της θέσης των χρηστών, με την τεχνολογία GPS να φαίνεται ότι είναι πιο αποτελεσματική για την ώρα.
Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους περιορισμούς, η πιο σημαντική παράμετρος για την αποτελεσματικότητα των εφαρμογών είναι η ίδια η εθελοντική χρήση τους. Τουλάχιστον στις δημοκρατίες. Οι πολίτες κατεβάζουν εθελοντικά την εφαρμογή, χρειάζεται να την ενεργοποιούν όταν βγαίνουν εκτός σπιτιού και αντίστοιχα να ενημερώνουν σε περίπτωση που πιστοποιηθούν ως κρούσμα. Εξίσου εθελοντικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα στοιχεία των χρηστών είναι ανώνυμα, οι υπόλοιποι χρήστες που θα ενημερωθούν για επαφή τους που ήταν επιβεβαιωμένο κρούσμα, χρειάζεται αυτόβουλα είτε να κάνουν έλεγχο της υγείας τους ή να θέτουν τον εαυτό τους σε καραντίνα.
Σύμφωνα με ερευνητές του Imperial College για να είναι αποδοτικά τα apps θα πρέπει να τα κατεβάσουν πάνω από το 60% των τοπικών πληθυσμών. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, στην πιο διαδεδομένη περίπτωσή τους στην Ισλανδία, μόλις το 36% του πληθυσμού έχει κατεβάσει την εφαρμογή. Την απροθυμία των πολιτών να κατεβάσουν τα apps ιχνηλάτησης εντείνει και η ανησυχία για τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται και αν και κατά πόσο μπορούν να αξιοποιηθούν από κυβερνήσεις στο μέλλον με ένα διαφορετικό πρόσχημα. Στη χώρα μας και κάτω από την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ενδεχόμενο αυτό δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες και έχουν δοθεί οι διαβεβαιώσεις ότι όταν περάσει η υγειονομική κρίση οι εφαρμογές θα απενεργοποιηθούν και τα όποια δεδομένα και προσωπικά