Μπορεί να είχαμε συνηθίσει να μιλάμε σε χρόνο μέλλοντα για την κλιματική αλλαγή αλλά πλέον έχει γίνει αντιληπτό ότι είναι εδώ και οι συνέπειές της είναι ορατές σε αρκετές περιοχές του πλανήτη μας. Οι μελέτες, αλλά και οι ήδη ορατές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθιστούν πλέον σαφή την ανάγκη να αναληφθούν δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Να ανακοπεί δηλαδή η ανοδική πορεία της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, που αποτελεί και τον πιο χαρακτηριστικό δείκτη της, και να περιοριστεί η αύξησή της αρκετά χαμηλότερα από τους 2οC (Συμφωνία Παρισιού) ή ακόμα χαμηλότερα στον 1,5 οC.
To 2020 ήταν η δεύτερη πιο ζεστή χρονιά που έχει ζήσει η Γη (ισοφαρίζοντας σχεδόν το ρεκόρ του 2016), το Φεβρουάριο του 2020 καταγράφηκε η υψηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί ιστορικά στην Ανταρκτική (20,75 βαθμοί κελσίου), ενώ στη χώρα μας η δεκαετία 2011-2020 ήταν η θερμότερη όλων των εποχών για την Αθήνα. Λίγα μόνο δείγματα που αποδεικνύουν εμφατικά ότι ο θερμοστάτης της Γης έχει απορρυθμιστεί.
Το μήνυμα είναι σαφές και από το κάλεσμα για τη διάσωση του πλανήτη μας δεν περισσεύει κανείς. Άλλωστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είμαστε όλοι άμεσα εξαρτώμενοι από το φυσικό περιβάλλον και τους πόρους που αυτό μπορεί να παράγει. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρούνται οι επιχειρήσεις, οι οποίες οφείλουν να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, επιδιώκοντας μια κλιματικά ουδέτερη (ή και αρνητική) λειτουργία.
Όχι μόνο για λόγους ηθικής και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αλλά ακόμα και για αυστηρά οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι (κλιματική αλλαγή, αποδάσωση, διαθεσιμότητα νερού) ενδέχεται να επηρεάσουν έσοδα των επιχειρήσεων έως και 1,2 τρισ. δολάρια μέχρι το 2026. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που όλο και περισσότεροι επενδυτές δίνουν όλο και μεγαλύτερη έμφαση στους περιβαλλοντικούς στόχους των επιχειρήσεων, πριν τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στη μία ή την άλλη εταιρεία. Ενέργειες, όπως ο μηδενισμός των εκπομπών ρύπων, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και η υιοθέτηση δράσεων κυκλικής οικονομίας στη λειτουργία των επιχειρήσεων (μείωση χρήσης πλαστικού, χαρτιού, αποβλήτων, ανακατασκευή ή ανακύκλωση εξοπλισμού) κρίνονται θετικά και από τους επενδυτικούς οίκους στην τοποθέτηση κεφαλαίων. Αντίστοιχη θα είναι και η αντιμετώπιση από το ευρύ κοινό, που δείχνει όλο και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος, παρακινώντας τις επιχειρήσεις να ακολουθήσουν πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον. Ήδη πολλές επιχειρήσεις, όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα (μεταξύ των οποίων και ο ΟΤΕ), δεσμεύονται για την επίτευξη φιλόδοξων στόχων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής . Παράλληλα, αναγνωρίζουν ότι η ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για το λόγο αυτό εξασφαλίζουν την ορθή διαχείριση των αποβλήτων και ενσωματώνουν δράσεις εξοικονόμησης φυσικών πόρων στη λειτουργία τους, μειώνοντας στο ελάχιστο δυνατό το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα. Υιοθετούν δηλαδή μια νέα προσέγγιση οικονομικής ανάπτυξης με πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον και την κοινωνία, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Στην περίοδο που βρισκόμαστε, με την πρόκληση της πανδημίας, οι οργανισμοί έχουν ενδεχομένως ένα διπλό στοίχημα. Τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους (που όπως κατέδειξε η προηγούμενη χρονιά η ενσωμάτωση τεχνολογιών στη λειτουργία των επιχειρήσεων αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο για να ξεπεράσουν την κρίση) αλλά και τον περιβαλλοντικό μετασχηματισμό τους. Όσες καταφέρουν αυτό το «διπλό μετασχηματισμό» τους, δηλαδή το συνδυασμό υιοθέτησης προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών με πρόσημο βιώσιμης ανάπτυξης θα αποτελέσουν τις ηγέτιδες δυνάμεις των επόμενων δεκαετιών, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της Accenture.