Τα μεγάλα αστικά κέντρα φιλοξενούν πάνω από το 50% του ανθρώπινου πληθυσμού της Γης και ευθύνονται για το 60% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Καθώς ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων συνεχίζει να αυξάνεται το ίδιο θα συμβαίνει και με τις επιπτώσεις αυτής της αστικοποίησης στο κλίμα. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το 2050 το σύνολο των ανθρώπων που θα ζουν σε κάποιο αστικό κέντρο του κόσμου θα πλησιάσει τα 7 δισεκατομμύρια. Μια προοπτική που θα έπρεπε να χτυπάει ένα καμπανάκι συναγερμού στις αρμόδιες αρχές για να ανατρέψουν αυτήν την παράλληλη σχέση αύξησης του πληθυσμού και των εκπομπών ρύπων.
Άλλωστε, τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι πιο πιθανό να βιώσουν τις πιο έντονες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή. Ο τρόπος που το τσιμέντο ή το γυαλί των κτιρίων απορροφούν, εκπέμπουν και αντανακλούν τη θερμότητα επιβαρύνει τη θερμοκρασία στις πόλεις και σε συνδυασμό με την επιβάρυνση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, θα επιβαρύνουν με τη σειρά τους (και ακόμα πιο έντονα) την ποιότητα της ζωής σε αυτές τις περιοχές.
Ευτυχώς, ήδη 25 μεγάλες πόλεις στον κόσμο έχουν δεσμευτεί να γίνουν ουδέτερες από άνθρακα μέχρι το 2050, δίνοντας το παράδειγμα και στις υπόλοιπες. Νέα Υόρκη, Παρίσι, Λονδίνο, αλλά και Ρίο ντε Τζανέιρο, η πόλη του Μεξικού ή το Κέιπ Τάουν είναι μερικές από αυτές που έχουν ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζουν αυτήν την μετάβαση. Ξεκινώντας από τις μεταφορές, οι οποίες συνεισφέρουν την πλειονότητα των εκπομπών άνθρακα. Μία από τις πρακτικές που έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζουν είναι η εισαγωγή ζωνών εξαιρετικά χαμηλών εκπομπών, ενθαρρύνοντας τη χρήση οχημάτων με χαμηλότερες εκπομπές και άλλων εναλλακτικών μέσων μετακίνησης. Μόλις το προηγούμενο Φθινόπωρο, το Λονδίνο επέκτεινε αυτές τις ζώνες στο κέντρο του κατά 18 φορές, ενώ το Παρίσι δημιουργεί 650 χιλιόμετρα νέων ποδηλατοδρόμων, ελπίζοντας να ανοίξει ολόκληρη την πόλη στα ποδήλατα μέχρι το 2026. Ταυτόχρονα, η πρωτεύουσα της Κολομβίας, Μπογκοτά, έχει αποκλείσει περισσότερα από 120 χιλιόμετρα των δρόμων της από τα αυτοκίνητα.
Η πρόκληση βέβαια είναι πολυσύνθετη. Εκτός των μεταφορών, ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στις πόλεις είναι η ενέργεια που απαιτείται για την κατασκευή, τη συντήρηση και τη λειτουργία κτιρίων. Ένα πεδίο που εκτός των πρωτοβουλιών των αστικών αρχών είναι απαραίτητες και οι καινοτόμες προσπάθειες της κατασκευαστικής βιομηχανίας, έτσι ώστε τα κτίρια να είναι λιγότερο εξαρτημένα από ορυκτά καύσιμα. Μια τέτοια καινοτόμα προσπάθεια είναι το κτίριο Energon στη Γερμανία, που χρησιμοποιεί μια διαδικασία που ονομάζεται παθητική θέρμανση, αντλώντας από φυσικές πηγές ενέργειας για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του κτιρίου. Αυτό επιτρέπει στο κτίριο να χρησιμοποιεί 75% λιγότερη ενέργεια για θέρμανση και ψύξη από ένα τυπικό κτίριο γραφείων. Από την άλλη πλευρά, στη Σιγκαπούρη ο κατασκευαστικός τομέας χρησιμοποιεί ένα εργαλείο αξιολόγησης κτιρίων, το Green Mark, για να ενθαρρύνει τη βιωσιμότητα χρησιμοποιώντας για παράδειγμα ενεργειακά αποδοτικό κλιματισμό.
Ωστόσο, ακόμα και πριν κατοικηθούν, τα κτίρια έχουν τεράστιο αποτύπωμα άνθρακα, λόγω των υλικών κατασκευής τους, όπως το σκυρόδερμα ή ο χάλυβας. Κάποιοι αναλυτές προκρίνουν τη χρήση ξύλου, το οποίο θα μπορούσε να αποθηκεύσει έως και 680 εκατομμύρια τόνους άνθρακα ετησίως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στη Φινλανδία, καθώς το ξύλο απορροφά CO2 από την ατμόσφαιρα.
Στο ίδιο κλίμα, οι πόλεις υιοθετούν φυσικές λύσεις για να για να βοηθήσουν στην αποθήκευση άνθρακα. Η πόλη του Μεντεγίν στην Κολομβία έχει φυτέψει 30 πράσινους διαδρόμους κατά μήκος 18 δρόμων και 12 πλωτών οδών, με 8.300 δέντρα και 350.000 θάμνους, μειώνοντας την τοπική θερμοκρασία κατά περισσότερο από 2 βαθμούς.
Πράσινες στέγες ή οι λεγόμενοι «ζωντανοί τοίχοι» είναι επίσης μια λύση που έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζουν πόλεις και κτίρια σε όλο τον κόσμο, πρακτικές που εκτιμάται ότι ρίχνουν τη θερμοκρασία των κτιρίων έως και περισσότερους από 10 βαθμούς.
Ένας ακόμα φυσικός πόρος που έχουν στη διάθεσή τους οι πόλεις είναι ο άνεμος και η Κοπεγχάγη σκοπεύει να κατασκευάσει 360 ανεμογεννήτριες έως το 2025 για να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην πόλη.
Ο χρόνος πιέζει, οι προκλήσεις είναι σίγουρα πολλές για τα μεγάλα αστικά κέντρα και χρειάζεται σχέδιο με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα προκειμένου να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουν θέσει. Σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η σύμπραξη των αρμόδιων αρχών με τον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε να αποκτήσουν τεχνογνωσία και να ενημερωθούν για τις βέλτιστες πρακτικές.